Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Σχετικά με την υποψηφιότητά μου για την αυριανή εκλογική διαδικασία του συλλόγου εκπαιδευτικών ΠΕ Γλυφάδας-ΒΒΒ



Σχετικά με την υποψηφιότητά μου για την αυριανή εκλογική διαδικασία στο πλαίσιο της λειτουργίας του Συλλόγου Εκπαιδευτικών ΠΕ Γλυφάδας, Βούλας, Βάρης, Βουλιαγμένης και της ΔΟΕ.

Συμμετέχοντας στο ψηφοδέλτιο του συνδικαλιστικού σχήματος της «Συνεργασίας για Ενότητα και Αγώνα» (Παρεμβάσεις ΠΕ) στο πλαίσιο της αυριανής εκλογικής διαδικασίας, θα ήθελα να κάνω μια σύντομη σημείωση των θέσεών μου στο σημερινό ιστορικό συγκείμενο, τόσο για το συνδικαλιστικό κίνημα στον εκπαιδευτικό και ειδικότερα τον διδασκαλικό κλάδο, ανάγοντας όμως το θέμα αυτό σε ένα πολύ πιο ευρύ πλαίσιο που αφορά γενικότερα στις κοινωνικές διεκδικήσεις, όσο και για την αναγκαιότητα της επιλογής του σοσιαλισμού, έναντι της βαρβαρότητας του καπιταλισμού, που κατά το προηγούμενο διάστημα όχι μόνο επέτρεψε να ανθίσει ο φασισμός, αλλά και τον εξέθρεψε.

Όπως σημείωσε ο Σλοβένος φιλόσοφος, Σλαβόι Ζίζεκ, προσκεκλημένος του Αριστερού Βήματος Διαλόγου, τον περασμένο Δεκέμβρη σε ομιλία του στο ΕΜΠ, ίσως ο πιο περιεκτικός χαρακτηρισμός της εποχής που άρχισε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να βρίσκεται στη γνωστή φράση που αποδίδεται στον Γκράμσι: «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα, είναι η εποχή των τεράτων». Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου παράδοξο πως τα τέρατα της εποχής εκείνης επανεμφανίζονται σήμερα με τρόπο αποκρουστικό, και μας υπενθυμίζουν την ανάγκη για ένα οργανωμένο λαϊκό κίνημα, περισσότερο σήμερα παρά ποτέ άλλοτε, ένα κίνημα μέρος του οποίου είναι και το συνδικαλιστικό, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να διαχωριστεί από τις υπόλοιπες κοινωνικές διεκδικήσεις, που δίχως εκείνες, όπως είχε πει και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, τα πολιτικά δικαιώματα από μόνα τους δεν είναι αρκετά.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έζησε εκείνη την εποχή των τεράτων. Υπήρξε μάρτυρας της Επανάστασης του Νοέμβρη στη Γερμανία. Γεννημένη στην Πολωνία στις 05/03/1871, απέκτησε κατόπιν τη γερμανική υπηκοότητα, δραστηριοποιήθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και αργότερα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και δολοφονήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1919 από ένστολους δολοφόνους, οι οποίοι ανήκαν στους κύκλους που αργότερα υποστήριξαν την παράδοση της εξουσίας στους Ναζί. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ανήκε στις μη προνομιούχες και συχνά διωκόμενες μειονότητες και με το παράδειγμά της άνοιξε το δρόμο για την είσοδο στην κεντρική πολιτική σκηνή των κοινωνικά περιθωριοποιημένων πληθυσμών, αλλά ακόμη των γυναικών, σε μια περίοδο όπου οι προκαταλήψεις εναντίον τους ήταν ευρέως διαδεδομένες σε όλο το πολιτικό φάσμα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, εξέχουσα εκπρόσωπος της δημοκρατικής σοσιαλιστικής σκέψης και δράσης στην Ευρώπη, εξέφρασε με αποφασιστικότητα τις διεθνιστικές και αντιμιλιταριστικές της θέσεις, αλλά και την κριτική της κατά του καπιταλισμού, σημειώνοντας την αναγκαιότητα των αγώνων της εργατικής τάξης σε μία ιστορική συγκυρία κατά την οποία ο σοσιαλισμός ήταν (και παραμένει, όπως σήμερα μπορούμε να δούμε) η μοναδική σωτηρία για την ανθρωπότητα. Το δίλημμα για την Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».  
Σήμερα, το συνδικαλιστικό κίνημα, ιδίως στον εκπαιδευτικό και ειδικότερα στο διδασκαλικό κλάδο, δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει το παράδειγμα αυτό, όταν παρά τη δίκη της Χρυσής Αυγής η ακροδεξιά ατζέντα προβάλλεται με τέτοια επιμονή από τα κυρίαρχα αστικά ΜΜΕ, που οι πρόσφυγες που πνίγονται στο Αιγαίο, κυνηγημένοι από το ISIS, παρουσιάζονται ως «ορδές λαθρομεταναστών», ή οι ανατρεπτικές/αντικαπιταλιστικές πολιτικές ιδέες ως τρομοκρατία και οι κάθε είδους δουλέμποροι και οι επιστάτες στις φυτείες στην ελληνική ύπαιθρο, ή οι μαστροποί στους χώρους καταναγκαστικής εργασίας των γυναικών-θυμάτων trafficking στα μεγάλα ή και μικρότερα αστικά κέντρα ανά την Ελλάδα, ως έντιμοι επιχειρηματίες κι εργοδότες. Μέσα σε αυτό το συγκείμενο, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την ίδια περίοδο που εμφανίστηκαν όλα αυτά τα απάνθρωπα φαινόμενα, παράλληλα, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους δειλά-δειλά, αλλά όλο και με πιο μεγάλη ένταση κι έκταση, τα δήθεν προγράμματα «Κοινωφελούς Εργασίας», στην επίσημη, δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, ενώ ο πρώην Υπουργός Παιδείας της συγκυβέρνησης της ΝΔ/ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Λοβέρδος, δεν δίστασε να κάνει λόγο και για «εθελοντές» αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, προβάλλοντας ως κίνητρο για τους αφελείς –ή απλά τους απελπισμένους- τη συγκέντρωση μορίων για έναν αμφίβολο ακόμα και σήμερα μόνιμο διορισμό. 
Οι αναλογίες είναι προφανείς: Ο κοινωνικός αυτοματισμός και η καλλιέργεια της ατομικότητας και του ανταγωνισμού ως κυρίαρχων ηθικών και ιδεολογικών προταγμάτων, αντί της αλληλεγγύης και της ομόνοιας, στις δεκαετίες της πλαστής ευμάρειας, των «δανεικών ιδανικών» και του πλαστικού χρήματος, έκαναν τα πλήθη όχι μόνο ξένους μεταξύ τους, αλλά και εχθρούς μέχρι θανάτου σε έναν αγώνα για την επικράτηση βάσει του «έχειν» και όχι του «είναι», αποσυνέθεσαν τον κοινωνικό ιστό και οδήγησαν σε μια «ιδιωτεία», που όχι μόνο αποστέρησε από τον ελληνικό, αλλά όχι μόνο λαό, την θεμελιώδη ικανότητα για τη διαπίστωση πως όταν σήμερα πχ καταπατώνται τα δικαιώματα των μεταναστών ή των νέων εργαζομένων, κάποτε θα έρθει και η σειρά μου, όποιος κι αν είμαι, αλλά οδήγησε και σε μια κουλτούρα αποδοχής του φασισμού, αρκεί να παρουσιαστεί ως life-style, για την οποία αν μη τι άλλο ο κλήρος πέφτει σε ένα μεγάλο ποσοστό στους εκπαιδευτικούς, ώστε κάτι εν τέλει να γίνει προς την κατεύθυνση του πραγματικού σεβασμού της ετερότητας και των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου και σε μια κοινωνία χωρίς ανισότητες και κατά συνέπεια ρατσισμό, ο οποίος μόνο τα ανώτατα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα μπορεί να ωφελήσει.


Σπύρος Πετρίτης,
Θεατρολόγος – Εκπαιδευτικός,
Αναπληρωτής μέσω ΕΣΠΑ,
5ο, 8ο ΔΣ Γλυφάδας.